Skip to main content

Full text of "Patrologiae Cursus Completus: Series Graeca"

See other formats


ΒΕΓη&ΙοΕβ  βρίδΐιιία 


ΒΑΡΝΑΒΑ  ΕΠΙΣΤΟΛΗ 

1.1  Χαίρετε,  υίοί  καί  θυγατέρες,  έν  όνόματι  κυρίου  τοϋ  άγαπήσαντος  ημάς,  έν 
ειρήνη.  1.2  Μεγάλων  μέν  δντων  καί  πλουσίων  των  τοΰ  θεοϋ  δικαιω  μάτων  είς  υμάς, 
υπέρ  τι  καί  καθ'  υπερβολήν  ύπερευφραίνομαι  έπί  τοΐς  μακαρίοις  καί  ένδόξοις  υμών 
πνεύμασιν  ούτως  έμφυ  τον  τής  δωρεάς  πνευματικής  χάριν  είλήφατε.  1.3α  Διό  καί 
μάλ  λον  συγχαίρω  έμαυτω  έλπίζων  σωθήναι,  ότι  αληθώς  βλέπω  έν  ύμϊν 
έκκεχυμένον  άπό  τοΰ  πλουσίου  τής  πηγής  κυρίου  πνεύμα  έφ'  υμάς.  Ούτως  με 
έξέπληξεν  έπί  ύμών  ή  έμοί  έπιποθήτη  δψις  ύμών.  1.4  Πεπεισμένος  ούν  τοϋτο  καί 
συνειδώς  έμαυτω,  δτι  έν  ύμϊν  λαλήσας  πολλά  έπίσταμαι,  δτι  έμοί  συνώδευσεν  έν 
όδώ  δικαιοσύνης  κύριος,  καί  πάντως  είς  τοϋτο  κάγώ  άναγκάζομαι,  άγαπάν  ύμάς 
ύπέρ  τήν  ψυχήν  μου,  δτι  μεγάλη  πίστις  καί  άγάπη  έγκατοικεϊ  έν  ύμϊν  έπ'  έλπίδι  ζωής 
αύτοϋ.  1.5  Λογισάμενος  ούν  τοϋτο,  δτι  έάν  μελήση  μοι  περί  ύμών  τοϋ  μέρος  τι 
μεταδοϋναι  άφ'  ού  έλαβον,  δτι  έσται  μοι  τοιούτοις  πνεύμασιν  ύπηρετήσαντι  είς 
μισθόν,  έσπούδασα  κατά  μικρόν  ύμϊν  πέμπειν,  ϊνα  μετά  τής  πίστεως  ύμών  τελείαν 
έχητε  καί  τήν  γνώσιν.  1.6  Τρία  ούν  δόγματά  έστιν  κυρίου1  ζωής  έλπίς,  άρχή  καί 
τέλος  πίστεως  ήμών,  καί  δικαιοσύνη,  κρίσεως  άρχή  καί  τέλος,  άγάπη,  εύφροσύνης 
καί  άγαλλιάσεως  έργων  έν  δικαιοσύνη  μαρτυρία.  1.7α  Έγνώρισεν  γάρ  ήμΐν  ό 
δεσπότης  διά  τών  προφητών  τα  παρεληλυθότα  καί  τα  ένεστώτα,  καί  τών  μελλόντων 
δούς  άπαρχάς  ήμΐν  γεύσεως.  Ών  τα  καθ'  έκαστα  βλέποντες  ένεργούμενα,  καθώς 
έλάλησεν,  όφείλομεν  πλουσιώτερον  καί  ύψηλότερον  προσάγειν  τώ  φόβω  αύτοϋ.  1.8 
Έγώ  δέ,  ούχ  ώς  διδάσκαλος  άλλ'  ώς  εις  έξ  ύμών,  ύποδείξω  ολίγα,  δι'  ών  έν  τοΐς 
παροΰσιν  εύφρανθήσεσθε. 

2.1  Ημερών  ούν  ούσών  πονηρών  καί  αύτοϋ  τοϋ  ένερ  γοϋντος  έχοντος  τήν 
έξουσίαν,  όφείλομεν  έαυτοΐς  προσέχοντες  έκζητεΐν  τα  δικαιώματα  κυρίου.  2.2  Τής 
ούν  πίστεως  ήμών  είσίν  βοηθοί  φόβος  καί  ύπομονή,  τα  δέ  συμμαχοϋντα  ήμΐν 
μακροθυμία  καί  εγκράτεια.  2.3  Τούτων  ούν  μενόντων  τα  προς  κύριον  άγνώς, 
συνευφραίνονται  αύτοΐς  σοφία,  σύνεσις,  έπιστήμη,  γνώσις.  2.4  Πεφανέρωκεν  γάρ 
ήμΐν  διά  πάντων  τών  προφητών,  δτι  ούτε  θυσιών  ούτε  ολοκαυτωμάτων  ούτε 
προσφορών  χρήζει,  λέγων  ότέ  μέν  2.5  «Τί  μοι  πλήθος  τών  θυσιών  ύμών;  λέγει 
κύριος.  Πλήρης  είμΐ  ολοκαυτωμάτων  κριών,  καί  στέαρ  άρνών  καί  αίμα  ταύρων  καί 
τράγων  ού  βούλομαι,  ούδ'  αν  έρχησθε  όφθήναί  μοι.  Τίς  γάρ  έξεζήτησεν  ταϋτα  έκ  τών 
χειρών  ύμών;  Πατεΐν  μου  τήν  αύλήν  ού  προσθήσεσθε.  Έάν  φέρητε  σεμίδαλιν, 
μάταιον1  θυμίαμα  βδέλυγμά  μοί  έστιν1  τάς  νεομηνίας  ύμών  καί  τα  σάββατα  ούκ 
άνέχομαι.  »  2.6  Ταϋτα  ούν  κατήργησεν,  ΐνα  ό  καινός  νόμος  τοϋ  κυρίου  ήμών  Ίησοϋ 
Χριστού,  άνευ  ζυγοϋ  άνάγκης  ών,  μή  άνθρωπο  ποίητον  έχη  τήν  προσφοράν.  2.7 
Λέγει  δέ  πάλιν  προς  αύτούς1  «Μή  έγώ  ένετειλάμην  τοΐς  πατράσιν  ύμών 
έκπορευομένοις  έκ  γής  Αίγυπτου,  προσενέγκαι  μοι  ολοκαυτώματα  καί  θυσίας,  2.8 
άλλ'  ή  τοϋτο  ένετειλάμην  αύτοΐς1  έκαστος  ύμών  κατά  τοϋ  πλησίον  έν  τή  καρδία 
αύτοϋ  κακίαν  μή  μνησικακείτω,  καί  δρκον  ψευδή  μή  άγαπάτω.  »  2.9  Αίσθάνεσθαι 
ούν  όφείλομεν,  μή  δντες  άσύνετοι,  τήν  γνώμην  τής  άγαθωσύνης  τοΰ  πατρός  ήμών, 
δτι  ήμΐν  λέγει,  βέλων  ήμάς  μή  ομοίως  πλανωμένους  έκείνοις  ζητεΐν  πώς  προσάγω 
μεν  αύτώ.  2.10α  Ήμΐν  ούν  ούτως  λέγει1  «Θυσία  τώ  θεώ  καρδία  συντετριμμένη,  όσμή 
εύωδίας  τώ  κυρίω  καρδία  δοξάζουσα  τον  πεπλακότα  αύτήν.  »  Ακριβεύεσθαι  ούν 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.οθΟΘΒη.ατ/ουΙίυτοΙίΘο/οΙιιηΙ; 

■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


1 


όφείλομεν,  αδελφοί,  περί  τής  σωτηρίας  ημών,  ϊνα  μη  ό  πονηρός  παρείσδυ  σιν 
πλάνης  ποιήσας  έν  ήμΐν  έκσφενδονήση  ημάς  άπό  τής  ζωής  ημών. 

3.1  Λέγει  ούν  πάλιν  περί  τούτων  προς  αυτούς·  «'Ινατί  μοι  νηστεύετε,  λέγει 
κύριος,  ώς  σήμερον  άκουσθήναι  έν  κραυγή  την  φωνήν  ύμών;  Ού  ταύτην  την 
νηστείαν  έξελεξάμην,  λέγει  κύριος,  ούκ  άνθρωπον  ταπεινοϋντα  την  ψυχήν  αύτοϋ. 
3.2  Ούδ’  αν  κάμψητε  ώς  κρίκον  τον  τράχηλον  ύμών  καί  σάκκον  καί  σποδόν 
ένδύσησθε,  ούδ’  ούτως  καλέσετε  νηστείαν  δεκτήν.  »  3.3  Προς  ημάς  δε  λέγει·  «Ιδού 
αΰτη  ή  νηστεία  ήν  έγώ  έξελεξάμην,  λέγει  κύριος·  λύε  πάντα  σύνδεσμον  άδικίας, 
διάλυε  στραγγαλιάς  βιαίων  συναλλαγμάτων,  άπόστελλε  τεθραυσ  μένους  έν  άφέσει, 
καί  πάσαν  άδικον  συγγραφήν  διάσπα.  Διάθρυπτε  πεινώσιν  τον  άρτον  σου,  καί 
γυμνόν  έάν  ’ίδης  περί  βάλε·  άστέγους  εΐσαγε  είς  τον  οίκόν  σου,  καί  έάν  ’ίδης  ταπεινόν, 
ούχ  ύπερόψη  αύτόν,  ούδέ  άπό  τών  οικείων  τού  σπέρματός  σου.  3.4  Τότε  ραγήσεται 
πρώιμον  τό  φώς  σου,  καί  τά  ίάματά  σου  ταχέως  άνατελεϊ,  καί  προπορεύσεται  έμπρο 
σθέν  σου  ή  δικαιοσύνη,  καί  ή  δόξα  τού  θεού  περιστελεϊ  σε.  3.5  Τότε  βοήσεις,  καί  ό 
θεός  έπακούσεταί  σου-έτι  λαλοϋντός  σου  έρεν»  Ιδού  πάρειμι  -«έάν  άφέλης  άπό  σοΰ 
σύνδεσμον  καί  χειροτονίαν  καί  ρήμα  γογγυσμού,  καί  δώς  πεινώντι  τον  άρτον  σου  έκ 
ψυχής  σου,  καί  ψυχήν  τεταπεινωμένην  έλεήσης.»  3.6  Είς  τούτο  ούν,  άδελφοί,  ό 
μακρόθυμος  προβλέψας,  ώς  έν  άκεραιοσύνη  πιστεύσει  ό  λαός  όν  ήτοίμασεν  τώ 
ήγαπημένω  αύτοΰ,  προεφανέρωσεν  ήμΐν  περί  πάντων,  ϊνα  μή  προσρησσώ  μέθα  ώς 
προσήλυτοι  τώ  έκείνων  νόμω. 

4.1α  Δει  ούν  ημάς  περί  τών  ενεστώτων  έπιπολύ  έρευνών  τας  έκζητεϊν  τά 
δυνάμενα  ημάς  σώζειν.  Φύγωμεν  ούν  τελείως  άπό  πάντων  τών  έργων  τής  άνομίας, 
μήποτε  κατα  λάβη  ημάς  τά  έργα  τής  άνομίας·  καί  μισήσωμεν  την  πλάνην  τού  νΰν 
καιρού,  ινα  είς  τον  μέλλοντα  άγαπηθώμεν.  4.2  Μη  δώμεν  τή  έαυτών  ψυχή  άνεσιν, 
ώστε  έχειν  αύτήν  έξουσίαν  μετά  πονηρών  καί  άμαρτωλών  συντρέχειν,  μήποτε 
όμοιω  θώμεν  αύτοϊς.  4.3α  Τό  τέλειον  σκάνδαλον  ήγγικεν,  περί  ού  γέγραπται,  ώς 
Ένώχ  λέγει.  Είς  τούτο  γάρ  ό  δεσπότης  συντέτμηκεν  τούς  καιρούς  καί  τάς  ημέρας,  ινα 
ταχύνη  ό  ήγαπημένος  αύτοΰ,  καί  έπί  την  κληρονομιάν  ήξει.  4.4  Λέγει  δε  ούτως  ό 
προφή  της·  «Βασιλεΐαι  δέκα  έπί  τής  γής  βασιλεύσουσιν,  καί  έξαναστήσεται  όπισθεν 
μικρός  βασιλεύς,  δς  ταπεινώσει  τρεις  ύφ’  έν  τών  βασιλειών.»  4.5α  Όμοίως  περί  τού 
αύτοΰ  λέγει  Δανιήλ·  «Καί  ειδον  τό  τέταρτον  θηρίον  τό  πονηρόν  καί  ισχυρόν  καί 
χαλεπώτερον  παρά  πάντα  τά  θηρία  τής  θαλάσσης,  καί  ώς  έξ  αύτοΰ  άνέτειλεν  δέκα 
κέρατα,  καί  έξ  αύτών  μικρόν  κέρας  παραφυάδιον,  καί  ώς  έταπείνωσεν  ύφ’  έν  τρία 
τών  μεγάλων  κεράτων.»  Συνιέναι  ούν  οφείλετε.  4.6  ’Έτι  δέ  καί  τούτο  έρωτώ  ύμάς  ώς 
εις  έξ  ύμών  ών,  ίδίως  δέ  καί  πάντας  άγαπών  ύπέρ  την  ψυχήν  μου,  προσέχειν  έαυτοϊς 
καί  μή  όμοιοΰσθαί  τισιν  έπισωρεύοντας  ταϊς  άμαρτίαις  ύμών  λέγοντας  ότι  ή  διαθήκη 
ημών  ήμΐν  μένει.  4.7α  Ημών  μέν  άλλ'  έκεϊνοι  ούτως  είς  τέλος  άπώλεσαν  αύτήν 
λαβόντος  ήδη  τού  Μωϋσέως.  Λέγει  γάρ  ή  γραφή·  «Καί  ήν  Μωϋσής  έν  τώ  δρει 
νηστεύων  ημέρας  τεσσαράκοντα  καί  νύκτας  τεσσαράκοντα  καί  έλαβεν  την  διαθήκην 
άπό  τού  κυρίου,  πλάκας  λιθίνας  γεγραμμένας  τώ  δακτύλιο  τής  χειρός  τού  κυρίου.» 
Δλλά  έπιστραφέντες  έπί  τά  είδωλα  άπώλεσαν  αύτήν.  4.8α  Λέγει  γάρ  ούτως  κύριος· 
«Μωϋσή  Μωϋσή,  κατάβηθι  τό  τάχος,  ότι  ήνόμησεν  ό  λαός  σου,  οΰς  έξήγαγες  έκ  γής 
Αίγύπτου.»  Καί  συνήκεν  Μωϋσής  καί  έριψεν  τάς  δύο  πλάκας  έκ  τών  χειρών  αύτοΰ, 
καί  συνετρίβη  αύτών  ή  διαθήκη,  ϊνα  ή  τού  ήγαπημένου  Ιησού  ένκατασφραγισθή  είς 
τήν  καρδίαν  ημών  έν  έλπίδι  τής  πίστεως  αύτοΰ.  4.9α  Πολλά  δέ  θέλων  γράφειν,  ούχ 
ώς  διδάσκαλος  άλλ'  ώς  πρέπει  άγαπώντι,  άφ'  ών  έχομεν  μή  έλλείπειν,  γράφειν 
έσπούδασα-περίψημα  ύμών.  Διό  προσέχωμεν  έν  ταϊς  έσχάταις  ήμέραις·  ούδέν  γάρ 
ώφελήσει  ημάς  ό  πάς  χρόνος  τής  ζωής  ημών  καί  τής  πίστεως,  έάν  μή  νΰν  έν  τώ 

2 


|  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 

■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


άνόμω  καιρώ  καί  τοΐς  μέλλουσιν  σκανδάλοις,  ώς  πρέπει  υίοΐς  θεού,  άντιστώμεν. 
4.10α  'Ίνα  ούν  μή  σχή  παρείσδυσιν  ό  μέλας,  φύγωμεν  άπό  πάσης  ματαιότητος, 
μισήσωμεν  τελείως  τά  έργα  τής  πονηράς  όδοϋ.  Μη  καθ'  έαυτούς  ένδύνοντες 
μονάζετε  ώς  ήδη  δεδικαιωμένοι,  άλλ'  έπί  τό  αυτό  συνερχόμενοι  συνζητεϊτε  περί  τοϋ 
κοινή  συμφέ  ροντος.  4.11α  Λέγει  γάρ  ή  γραφή·  «Ούαί  οί  συνετοί  παρ'  έαυτοϊς  καί 
ένώπιον  αύτών  έπιστήμονες.»  Γενώμεθα  πνευματικοί,  γενώμεθα  ναός  τέλειος  τω 
θεω.  Έφ'  όσον  έστίν  έφ'  ήμϊν,  μελετώμεν  τον  φόβον  τοϋ  θεοϋ  καί  φυλάσσειν 
άγωνιζώμεθα  τάς  έντολάς  αύτοϋ,  ϊνα  έν  τοΐς  δι  καιώμασιν  αύτοϋ  εύφρανθώμεν.  4.12 
Ό  κύριος  άπροσω  πολήπτως  κρίνει  τον  κόσμον  έκαστος  καθώς  έποίησεν  κομιεΐται- 
έάν  ή  αγαθός,  ή  δικαιοσύνη  αύτοϋ  προηγήσεται  αύτοϋ·  έάν  η  πονηρός,  ό  μισθός  τής 
πονηριάς  έμπροσθεν  αύτοϋ.  4.13  Προσέχωμεν  μήποτε  έπαναπαυόμενοι  ώς  κλητοί 
έπικαθυπνώσωμεν  ταϊς  άμαρτίαις  ημών,  καί  ό  πονηρός  αρχών  λαβών  τήν  καθ'  ημών 
έξουσίαν  άπώσηται  ημάς  άπό  τής  βασιλείας  τοϋ  κυρίου.  4.14  ’Έτι  δε  κάκεϊνο, 
αδελφοί  μου,  νοείτε·  ό'ταν  βλέπετε  μετά  τηλικαϋτα  σημεία  καί  τέρατα  γεγονότα  έν 
τω  Ισραήλ,  καί  ούτως  ένκαταλελεΐφθαι  αύτούς,  προσέχωμεν,  μήποτε,  ώς  γέγραπται, 
«πολλοί  κλητοί,  ολίγοι  δε  έκλεκτοί»  εύρεθώμεν. 

5.1  Εις  τοϋτο  γάρ  ύπέμεινεν  ό  κύριος  παραδοΰναι  τήν  σάρκα  είς  καταφθοράν, 
ϊνα  τή  άφέσει  των  άμαρτιών  άγνισθώ  μεν,  δ  έστιν  έν  τω  ραντίσματι  αύτοϋ  τοϋ 
αίματος.  5.2  Γέγρα  πται  γάρ  περί  αύτοϋ  ά  μέν  προς  τον  Ισραήλ,  ά  δε  προς  ημάς  -λέγει 
δέ  ούτως·  «Έτραυματίσθη  διά  τάς  άνομίας  ημών  καί  μεμαλάκισται  διά  τάς  άμαρτίας 
ημών  τω  μώλωπι  αύτοϋ  ημείς  ΐάθημεν  ώς  πρόβατον  έπί  σφαγήν  ήχθη  καί  ώς  άμνός 
άφωνος  έναντίον  τοϋ  κείραντος  αύτόν.»  5.3  Ούκοϋν  ύπερευχαριστεΐν  όφείλομεν  τω 
κυρίω,  δτι  καί  τά  παρεληλυθότα  ήμϊν  έγνώρισεν  καί  έν  τοΐς  ένεστώσιν  ημάς 
έσόφισεν,  καί  είς  τά  μέλλοντα  ούκ  έσμέν  άσύνετοι.  5.4α  Λέγει  δέ  ή  γραφή·  «Ούκ 
άδίκως  έκτείνεται  δίκτυα  πτερωτοΐς»  -τοϋτο  λέγει,  δτι  δικαίως  άπολεϊται 
άνθρωπος,  δς  έχων  όδοϋ  δικαιοσύνης  γνώσιν  έαυτόν  είς  οδόν  σκότους  άπο  συνέχει. 
5.5  ’Έτι  δέ  καί  τοϋτο,  άδελφοί  μου·  εί  ό  κύριος  ύπέμεινεν  παθεϊν  υπέρ  τής  ψυχής 
ημών,  ών  παντός  τοϋ  κόσμου  κύριος,  φ  είπεν  ό  θεός  άπό  καταβολής  κόσμου· 
«Ποιήσωμεν  άνθρω  πον  κατ'  εικόνα  καί  καθ'  όμοίωσιν  ήμετέραν»,  πώς  ούν 
ύπέμεινεν  ύπό  χειρός  άνθρώπων  παθεϊν;  μάθετε.  5.6α  Οί  προφήται,  άπ'  αύτοϋ 
έχοντες  τήν  χάριν,  είς  αύτόν  έπρο  φήτευσαν  αύτός  δέ,  ϊνα  κατάργηση  τον  θάνατον 
καί  τήν  έκ  νεκρών  άνάστασιν  δείξη,  δτι  έν  σαρκί  έδει  αύτόν  φανερωθήναι, 
ύπέμεινεν,  5.7  ϊνα  τοΐς  πατράσιν  τήν  έπαγγε  λίαν  άποδω  καί  αύτός  έαυτω  τον  λαόν 
τον  καινόν  έτοιμάζων  έπιδείξη  έπί  τής  γής  ών,  δτι  τήν  άνάστασιν  αύτός  ποιήσας 
κρίνει.  5.8  Πέρας  γέ  τοι  διδάσκων  τον  Ισραήλ  καί  τηλικαϋτα  τέρατα  καί  σημεία 
ποιων,  ούχ  δτι  έκήρυσσεν  καί  ύπερηγά  πησαν  αύτόν.  5.9  "Οτε  δέ  τούς  ίδιους 
άποστόλους  τούς  μέλλοντας  κηρύσσειν  τό  εύαγγέλιον  αύτοϋ  έξελέξατο,  δντας  ύπέρ 
πάσαν  άμαρτίαν  άνομωτέρους,  ϊνα  δείξη  δτι  ούκ  ήλθεν  καλέσαι  δικαίους,  άλλά 
άμαρτωλούς,  τότε  έφανέρωσεν  έαυτόν  είναι  υιόν  θεοϋ.  5.10  Εί  γάρ  μή  ήλθεν  έν 
σαρκί,  πώς  αν  έσώθησαν  οί  άνθρωποι  βλέποντες  αύτόν,  δτε  τον  μέλλοντα  μή  είναι 
ήλιον,  έργον  των  χειρών  αύτοϋ  υπάρχοντα,  έμβλέ  ποντες  ούκ  ίσχύουσιν  είς  τάς 
άκτΐνας  αύτοϋ  άντοφθαλμήσαι;  5.11  Ούκοϋν  ό  υιός  τοϋ  θεοϋ  είς  τοϋτο  έν  σαρκί 
ήλθεν,  ϊνα  τό  τέλειον  των  άμαρτημάτων  άνακεφαλαιώση  τοΐς  διώξασιν  έν  θανάτω 
τούς  προφήτας  αύτοϋ.  5.12α  Ούκοϋν  είς  τοϋτο  ύπέμεινεν.  Λέγει  γάρ  ό  θεός  τήν 
πληγήν  τής  σαρκός  αύτοϋ  έξ  αύτών  «Όταν  πατάξωσιν  τον  ποιμένα  αύτών,  τότε 
άπολεϊται  τά  πρόβατα  τής  ποίμνης.»  5.13α  Αύτός  δέ  ήθέλησεν  ούτως  παθεϊν  έδει 
γάρ,  ϊνα  έπί  ξύλου  πάθη.  Λέγει  γάρ  ό  προφητεύων  επ'  αύτψ·  «Φεΐσαί  μου  τής  ψυχής 
άπό  ρομφαίας,  καί  καθήλωσόν  μου  τάς  σάρκας,  δτι  πονηρευομένων  συναγωγή 

3 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


έπανέστησάν  μοι.»  5.14  Καί  πάλιν  λέγει·  «Ιδού,  τέθεικά  μου  τον  νώτον  εις  μάστιγας, 
καί  τάς  σιαγόνας  είς  ραπίσματα,  τό  δε  πρόσωπόν  μου  έθηκα  ώς  στερεάν  πέτραν.» 

6.1α  Ότε  ούν  έποίησεν  την  έντολήν,  τί  λέγει;  «Τις  ό  κρινόμενός  μοι; 
άντιστήτω  μου  ή  τίς  ό  δικαιούμενος  μοι;  έγγισάτω  τω  παιδί  κυρίου.  Ούαι  ύμϊν,  δτι 
ύμεϊς  πάντες  παλαιωθήσεσθε  ώς  ίμάτιον  καί  σής  καταφάγεται  ύμάς.»  6.2α  Καί  πάλιν 
λέγει  ό  προφήτης,  έπεί  ώς  λίθος  ισχυρός  έτέθη  είς  συντριβήν  «Ιδού,  έμβαλώ  είς  τα 
θεμέλια  Σιών  λίθον  πολυτελή,  έκλεκτόν,  άκρογωνιαΐον,  έντιμον.»  Ειτα  τί  λέγει; 
«Καί  ό  πιστεύων  είς  αύτόν  ζήσεται  είς  τον  αίώνα.»  6.3α  Έπί  λίθον  ούν  ήμών  ή  έλπίς; 
μή  γένοιτο·  άλλ'  έπεί  έν  ίσχύϊ  τέθεικεν  τήν  σάρκα  αύτοϋ  ό  κύριος.  Λέγει  γάρ*  «Καί 
έ'θηκέ  με  ώς  στερεάν  πέτραν.»  6.4α  Λέγει  δε  πάλιν  ό  προφήτης·  «Λίθον  δν 
άπεδοκίμασαν  οί  οίκοδομοΰντες,  ούτος  έγενήθη  είς  κεφαλήν  γωνίας.»  Καί  πάλιν 
λέγει·  «Λύτη  έστίν  ή  ήμέρα  ή  μεγάλη  θαυμαστή,  ήν  έποίησεν  ό  κύριος.»  6.5 
Λπλούστερον  ύμϊν  γράφω,  ϊνα  συνιήτε·  έγώ  περίψημα  τής  άγάπης  ύμών.  6.6α  Τί  ούν 
λέγει  πάλιν  ό  προφήτης;  «Περιέσχον  με  συνα  γωγή  πονηρευομένων,  έκύκλωσάν  με 
ώσεί  μέλισσαι  κηρίον,  καί  έπί  τον  ιματισμόν  μου  έ'βαλον  κλήρον.»  Έν  σαρκί  ούν 
αύτοϋ  μέλλοντος  φανεροϋσθαι  καί  πάσχειν,  προεφανε  ρώθη  τό  πάθος.  6.7  Λέγει  γάρ 
ό  προφήτης  έπί  τον  Ισραήλ·  Ούαί  τή  ψυχή  αύτών,  δτι  βεβούλευνται  βουλήν 
πονηράν  καθ’  έαυτών,  εΐπόντες·  «Δήσωμεν  τον  δίκαιον,  δτι  δύσχρη  στος  ήμϊν  έστίν.» 
6.8  Τί  λέγει  ό  άλλος  προφήτης  Μωϋσής  αύτοϊς;  «Ιδού,  τάδε  λέγει  κύριος  ό  θεός· 
Εΐσέλθετε  είς  τήν  γήν  τήν  άγαθήν,  ήν  ώμοσεν  κύριος  τω  Λβραάμ  καί  Ισαάκ  καί 
Ιακώβ,  καίκατακληρονομήσατε  αύτήν,  γήν  ρέουσαν  γάλα  καί  μέλι.»  6.9α  Τί  δέ  λέγει 
ή  γνώσις;  μάθετε.  «Ελπίσατε»,  φησίν,  «έπί  τον  έν  σαρκί  μέλλοντα  φανεροϋσθαι  ύμϊν 
Ίησοϋν.»  "Ανθρωπος  γάρ  γή  έστιν  πάσχουσα·  άπό  προσώπου  γάρ  τής  γής  ή  πλάσις 
τοϋ  Λδάμ  έγένετο.  Τί  ούν  λέγει;  «Είς  τήν  γήν  τήν  άγαθήν,  γήν  ρέουσαν  γάλα  καί 
μέλι.»  6.10α  Εύλογητός  ό  κύριος  ήμών,  άδελφοί,  ό  σοφίαν  καί  νοΰν  θέμενος  έν  ήμϊν 
των  κρύφιων  αύτοϋ.  Λέγει  γάρ  ό  προ  φήτης·  «Παραβολήν  κυρίου  τίς  νοήσει,  εί  μή 
σοφός  καί  έπιστήμων  καί  άγαπών  τον  κύριον  αύτοϋ;»  6.11  Έπεί  ούν  άνακαινίσας 
ήμάς  έν  τή  άφέσει  των  άμαρτιών  έποίησεν  ήμάς  άλλον  τύπον,  ώς  παιδίον  έ'χειν  τήν 
ψυχήν,  ώς  αν  δή  άναπλάσσοντος  αύτοϋ  ήμάς.  6.12α  Λέγει  γάρ  ή  γραφή  περί  ήμών, 
ώς  λέγει  τω  υίω·  «Ποιήσωμεν  κατ’  εικόνα  καί  καθ’  όμοίωσιν  ήμών  τον  άνθρωπον, 
καί  άρχέτωσαν  των  θηρίων  τής  γής  καί  των  πετεινών  τοϋ  ούρανοϋ  καί  των  ιχθύων 
τής  θαλάσσης.»  Καί  είπεν  κύριος,  ίδών  τό  καλόν  πλάσμα  ήμών  «Αύξάνεσθε  καί 
πληθύνεσθε  καί  πληρώσατε  τήν  γήν.»  Ταϋτα  προς  τον  υιόν.  6.13α  Πάλιν  σοι 
έπιδείξω,  πώς  προς  ήμάς  λέγει·  δευ  τέραν  πλάσιν  επ'  έσχάτων  έποίησεν.  Λέγει  δέ 
κύριος·  «Ιδού,  ποιώ  τα  έ'σχατα  ώς  τα  πρώτα.»  Είς  τούτο  ούν  έκήρυξεν  ό  προφήτης· 
«Είσέλθετε  είς  γήν  ρέου  σαν  γάλα  καί  μέλι  καί  κατακυριεύσατε  αύτής.»  6.14α  ’Ίδε 
ούν,  ήμεΐς  άναπεπλάσμεθα,  καθώς  πάλιν  έν  έτέρω  προ  φήτη  λέγει·  «Ιδού,  λέγει 
κύριος,  έξελώ  τούτων»,  τουτ  έστιν  ών  προέβλεπεν  τό  πνεύμα  κυρίου,  «τάς  λιθίνας 
καρδίας,  καί  έμβαλώ  σαρκίνας»-  δτι  αύτός  έν  σαρκί  έ'μελλεν  φανεροϋσθαι  καί  έν 
ήμϊν  κατοικεΐν.  6.15  Ναός  γάρ  άγιος,  άδελφοί  μου,  τω  κυρίω  τό  κατοικητήριον  ήμών 
τής  καρδίας.  6.16α  Λέγει  γάρ  πάλιν  κύριος·  «Καί  έν  τίνι  όφθήσομαι  τω  κυρίω  τω  θεω 
μου  καί  δοξασθήσομαι;»  Λέγει·  «Έξομολογήσομαί  σοι  έν  έκκλησία  άδελφών  μου,  καί 
ψαλώ  σοι  άναμέσον  έκκλησίας  αγίων.»  Ούκοΰν  ήμεΐς  έσμέν,  οΰς  είσήγαγεν  είς  τήν 
γήν  τήν  άγαθήν.  6.17α  Τί  ούν  τό  «γάλα»  καί  τό  «μέλι»;  δτι  πρώτον  τό  παιδίον  μέλιτι, 
ειτα  γάλακτι  ζωοποιείται·  Ούτως  ούν  καί  ήμεΐς  τή  πίστει  τής  έπαγγελίας  καί  τω 
λόγω  ζωοποιού  μενοι  ζήσομεν  κατακυριεύοντες  τής  γής.  6.18α  Προείρηκε  δέ  έπάνω· 
«Καί  αύξανέσθωσαν  καί  πληθυνέσθωσαν  καί  άρχέτω  σαν  των  ιχθύων.»  Τίς  ούν  ό 
δυνάμενος  νΰν  άρχειν  θηρίων  ή  ιχθύων  ή  πετεινών  τοϋ  ούρανοϋ;  Αίσθάνεσθαι  γάρ 

4 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


όφείλομεν,  δτι  τό  άρχειν  εξουσίας  έστίν,  ίνα  τις  έπιτάξας  κυριεύση.  6.19  Εί  ούν  ού 
γίνεται  τούτο  νϋν,  άρα  ήμϊν  εϊρηκεν  πότε-δταν  καί  αυτοί  τελειωθώμεν  κληρονόμοι 
τής  διαθήκης  κυρίου  γενέσθαι. 

7.1  Ούκοϋν  νοείτε,  τέκνα  ευφροσύνης,  δτι  πάντα  ό  καλός  κύριος 
προεφανέρωσεν  ήμϊν,  ϊνα  γνώμεν  ω  κατά  πάντα  εύχα  ριστοϋντες  όφείλομεν  αίνεϊν. 
7.2  Εί  ούν  ό  υιός  τού  θεού,  ών  κύριος  καί  μέλλων  κρίνειν  ζώντας  καί  νεκρούς, 
έπαθεν  ϊνα  ή  πληγή  αύτοϋ  ζωοποιήση  ημάς,  πιστεύσωμεν  δτι  ό  υιός  τού  θεού  ούκ 
ήδύνατο  παθεϊν  εί  μή  δι'  ημάς.  7.3α  Άλλα  καί  σταυρωθείς  έποτίζετο  δξει  καί  χολή. 
Ακούσατε,  πώς  περί  τούτου  πεφανέρωκαν  οί  ιερείς  τού  ναού,  γεγραμμένης  έντολής· 
«'Ός  αν  μή  νηστεύση  τήν  νησ  τείαν,  θανάτω  έξολεθρευθήσεται.»  Ένετείλατο  κύριος, 
έπεί  καί  αύτός  ύπέρ  των  ήμετέρων  άμαρτιών  έμελλεν  τό  σκεύος  τού  πνεύματος 
προσφέρειν  θυσίαν,  ϊνα  καί  ό  τύπος  ό  γενόμενος  έπί  Ισαάκ  τού  προσενεχθέντος  έπί 
τό  θυσιαστήριον  τελεσθή.  7.4α  Τί  ούν  λέγει  έν  τώ  προφήτη;  «Καί  φαγέ  τωσαν  έκ  τού 
τράγου  τού  προσφερομένου  τή  νηστεία  ύπέρ  πασών  τών  άμαρτιών.»  Προσέχετε 
άκριβώς·  «Καί  φαγέτωσαν  οί  ιερείς  μόνοι  πάντες  τό  έντερον  άπλυτον  μετά  δξους.» 
7.5α  Προς  τί;  «Επειδή  έμέ  ύπέρ  άμαρτιών  μέλ  λοντα  τού  λαού  μου  τού  καινού 
προσφέρειν  τήν  σάρκα  μου  μέλλετε  ποτίζειν  χολήν  μετά  δξους,  φάγετε  ύμεϊς  μόνοι, 
τού  λαού  νηστεύοντος  καί  κοπτομένου  έπί  σάκκου  καί  σποδού»  -  ϊνα  δείξη  δτι  δει 
αύτόν  παθεϊν  ύπ’  αύτών.  7.6α  Πώς  ούν  ένετείλατο;  προσέχετε·  «Λάβετε  δύο  τράγους 
καλούς  καί  όμοιους  καί  προσενέγκατε,  καί  λαβέτω  ό  ίερεύς  τον  ένα  είς  ολοκαύτωμα 
ύπέρ  άμαρτιών.  »  Τον  δέ  ένα  τί  ποιήσουσιν;  «Επικατάρατος»,  φησίν,  «ό  εις».  7.7  Προ 
σέχετε,  πώς  ό  τύπος  τού  Ιησού  φανεροΰται.  7.8α  «Καί  έμπτύσατε  πάντες  καί 
κατακεντήσατε  καί  περίθετε  τό  έριον  τό  κόκκινον  περί  τήν  κεφαλήν  αύτοΰ,  καί 
ούτως  είς  έρημον  βληθήτω.  »  Καί  δταν  γένηται  ούτως,  άγει  ό  βαστά  ζων  τον  τράγον 
είς  τήν  έρημον  καί  άφαιρεΐ  τό  έριον  καί  έπιτίθησιν  αύτό  έπί  φρύγανον  τό  λεγόμενον 
ραχή,  ού  καί  τούς  βλαστούς  είώθαμεν  τρώγειν  έν  τή  χώρα  εύρίσκοντες.  Ούτως  μόνης 
τής  ραχής  οί  καρποί  γλυκείς  είσίν.  7.9α  Τί  ούν  καί  τούτο;  προσέχετε·  «Τον  μέν  ένα 
έπί  τό  θυσιαστήριον,  τον  δέ  ένα  έπικατάρατον»,  καί  δτι  τον  έπικατά  ρατον 
έστεφανωμένον.  Επειδή  δψονται  αύτόν  τότε  τή  ημέρα  τον  ποδήρη  έχοντα  τον 
κόκκινον  περί  τήν  σάρκα  καί  έροΰσιν  «Ούχ  ούτός  έστιν,  δν  ποτέ  ημείς 
έσταυρώσαμεν  έξουθενήσαντες  καί  κατακεντήσαντες  καί  έμπτύσαντες;  άληθώς 
ούτος  ήν,  ό  τότε  λέγων  έαυτόν  υιόν  θεού  είναι.  »  7.10α  Πώς  γάρ  δμοιος  έκείνω;  είς 
τούτο  «όμοιους»  τούς  τράγους  καί  «καλούς»,  ίσους,  ϊνα  δταν  ϊδωσιν  αύτόν  τότε 
έρχόμενον,  έκπλαγώσιν  έπί  τή  όμοιότητι  τού  τράγου.  Ούκοΰν  ϊδε  τον  τύπον  τού 
μέλλοντος  πάσχειν  Ιησού.  7.11α  Τί  δέ,  δτι  τό  έριον  είς  μέσον  τών  άκανθών  τιθέασιν; 
τύπος  έστίν  τού  Ιησού  τή  έκκλησία  κείμενος,  δτι  δς  έάν  θέλη  τό  έριον  άραι  τό 
κόκκινον,  δει  αύτόν  πολλά  παθεϊν  διά  τό  είναι  φοβέραν  τήν  άκανθαν,  καί  θλιβέντα 
κυριεΰσαι  αύτοΰ.  «Ούτως»,  φησίν,  «οί  θέλοντές  με  ΐδεΐν  καί  άψασθαί  μου  τής 
βασιλείας  όφείλουσιν  θλιβέντες  καί  παθόντες  λαβεΐν  με». 

8.1  Τίνα  δέ  δοκεΐτε  τύπον  είναι,  δτι  έντέταλται  τώ  Ισραήλ  προσφέρειν 
δάμαλιν  τούς  άνδρας,  έν  οίς  είσίν  άμαρτίαι  τέλειαι,  καί  σφάξαντας  κατακαίειν,  καί 
αϊρειν  τότε  τήν  σποδόν  παιδία  καί  βάλλειν  είς  άγγη  καί  περιτιθέναι  τό  έριον  τό 
κόκκινον  έπί  ξύλου-ϊδε  πάλιν  ό  τύπος  τού  σταυρού  καί  τό  έριον  τό  κόκκινον-καί  τό 
ΰσσωπον,  καί  ούτως  ραντίζειν  τα  παιδία  καθ’  ένα  τον  λαόν,  ϊνα  άγνίζωνται  άπό  τών 
άμαρτιών;  8.2α  Νοείτε,  πώς  έν  άπλότητι  λέγει  ύμΐν.  'Ο  μόσχος  Ιησούς  έστίν,  οί 
προσφέροντες  άνδρες  άμαρτωλοί  οί  προσε  νέγκαντες  αύτόν  έπί  τήν  σφαγήν.  Είτα 
ούκέτι  άνδρες,  ούκέτι  αμαρτωλών  ή  δόξα.  8.3  Οί  ραντίζοντες  παΐδες  οί 
εύαγγελισάμενοι  ήμϊν  τήν  άφεσιν  τών  άμαρτιών  καί  τον  άγνισμόν  τής  καρδίας,  οίς 

5 

|  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθοθαη.ατ/ουΐίυταΐίθο/οΐιιηίαό· 

Η:ΤΞ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  Ιηίθττθς  ΜΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


εδωκεν  τοϋ  ευαγγελίου  την  έξου  αίαν,  ούσιν  δεκαδύο  εις  μαρτύριον  των  φυλών  (δτι 
δεκαδύο  φυλαί  τοϋ  Ισραήλ),  είς  τό  κηρύσσειν.  8.4  Διατί  δέ  τρεις  παΐδες  οί 
ραντίζοντες;  είς  μαρτύριον  Αβραάμ,  Ισαάκ,  Ιακώβ,  δτι  ούτοι  μεγάλοι  τώ  θεώ.  8.5 
Ότι  δέ  τό  έ'ριον  έπί  τό  ξύλον,  δτι  ή  βασιλεία  Ίησοϋ  έπί  ξύλου,  και  δτι  οί  έλπίζοντες 
έπ’  αύτόν  ζήσονται  είς  τον  αίώνα.  8.6α  Διατί  δέ  άμα  τό  έ'ριον  καί  τό  ΰσσωπον;  δτι  έν 
τη  βασιλεία  αύτοϋ  ήμέραι  έ'σονται  πονηραί  καί  ρυπαραί,  έν  αίς  ημείς  σωθησόμεθα· 
Ότι  καί  ό  άλγών  σάρκα  διά  τοϋ  ρύπου  τοϋ  ύσσώπου  ίάται.  8.7  Καί  διά  τοϋτο  ούτως 
γενόμενα  ήμϊν  μεν  έστιν  φανερά,  έκείνοις  δέ  σκοτεινά,  δτι  ούκ  ήκουσαν  φωνής 
κυρίου. 

9.1α  Λέγει  γάρ  πάλιν  περί  τών  ώτίων,  πώς  περιέ  τεμεν  ημών  τάς  άκοάς  καί 
τάς  καρδίας.  Λέγει  κύριος  έν  τώ  προφήτη·  «Είς  άκοήν  ώτίου  ύπήκουσάν  μου.  »  Καί 
πάλιν  λέγει·  «Ακοή  άκούσονται  οί  πόρρωθεν,  καί  ά  έποίησα  γνώσονται·  καί 
περιτμήθητε,  λέγει  κύριος,  τάς  άκοάς  ύμών.  »  9.2  Καί  πάλιν  λέγει·  «’Άκουε  Ισραήλ, 
δτι  τάδε  λέγει  κύριος  ό  θεός  σου·  Τίς  έστιν  ό  θέλων  ζήσαι  είς  τον  αίώνα;  άκοή 
άκουσάτω  τής  φωνής  τοϋ  παιδός  μου.  »  9.3α  Καί  πάλιν  λέγει·  «’Άκουε  ούρανέ,  καί 
ένωτίζου  γή,  δτι  κύριος  έλάλησεν»  (ταϋτα  είς  μαρτύριον).  Καί  πάλιν  λέγει· 
«Ακούσατε  λόγον  κυρίου,  άρχοντες  τοϋ  λαού  τούτου.  »  Καί  πάλιν  λέγει·  «Ακούσατε, 
τέκνα,  τής  φωνής  βοώντος  έν  τή  έρήμω.ω  Ούκοϋν  περιέτεμεν  ήμών  τάς  άκοάς,  ϊνα 
άκούσαντες  λόγον  πιστεύσωμεν  ήμεϊς.  9.4α  Άλλα  καί  ή  περιτομή  έφ’  ή  πεποίθασιν 
κατήργηται.  Περιτομήν  γάρ  εϊρηκεν  ού  σαρκός  γενηθήναν  άλλα  παρέ  βησαν,  δτι 
άγγελος  πονηρός  έσόφιζεν  αύτούς.  9.5α  Άέγει  δέ  προς  αύτούς·  «Τάδε  λέγει  κύριος  ό 
θεός  ύμών»  (ώδε  εύρίσκω  έντολήν)·  «Ού  μή  σπείρητε  έπ’  άκάνθαις,  περιτμήθητε  τώ 
κυρίω  ύμών.  »  Καί  τί  λέγει;  «Καί  περιτμήθητε  τήν  πονηριάν  άπό  τής  καρδίας  ύμών.  » 
Άέγει  δέ  πάλιν  «Ιδού,  λέγει  κύριος,  πάντα  τα  έ'θνη  άπερίτμητα  άκροβυστίαν,  ό  δέ 
λαός  ούτος  άπερίτμητος  καρδία.  »  9.6  Άλλ'  έρεΐς·  «Καί  μήν  περιτέτμηται  ό  λαός  είς 
σφρα  γίδα.  »  Άλλα  καί  πας  Σύρος  καί  ’Άραψ  καί  πάντες  οί  ιερείς  τών  ειδώλων  άρα 
ούν  κάκεϊνοι  έκ  τής  διαθήκης  αύτών  είσίν;  -άλλα  καί  οί  Αιγύπτιοι  έν  περιτομή  είσίν. 
9.7  Μάθετε  ούν,  τέκνα  άγάπης,  περί  πάντων  πλουσίως,  δτι  Αβραάμ,  πρώτος 
περιτομήν  δούς,  έν  πνεύματι  προβλέψας  είς  τον  Ίησοϋν  περιέτεμεν,  λαβών  τριών 
γραμμάτων  δόγματα.  9.8α  Άέγει  γάρ·  «Καί  περιέτεμεν  Αβραάμ  έκ  τοϋ  οίκου  αύτοϋ 
άνδρας  δεκαοκτώ  καί  τριακοσίους.  »  Τίς  ούν  ή  δοθεϊσα  αύτώ  γνώσις;  μάθετε·  δτι 
τούς  «δεκαοκτώ»  πρώ  τους,  καί  διάστημα  ποιήσας  λέγει  «τριακοσίους».  Τό 
«δεκαοκτώ»,  I  (δέκα)  Η  (οκτώ)·  έχεις  "  *Τ-Η(σοϋν).  Ότι  δέ  ό  σταυρός  έν  τώ  Τ 
ήμελλεν  έχειν  τήν  χάριν,  λέγει  καί  τούς  «τριακοσίους».  Δηλοϊ  ούν  τον  μέν  Ίησοϋν 
έν  τοϊς  δυσίν  γράμμασιν,  καί  έν  τώ  ένί  τον  σταυρόν.  9.9  Οίδεν  ό  τήν  έμφυτον  δωρεάν 
τής  διδαχής  αύτοϋ  θέμενος  έν  ήμϊν.  Ούδείς  γνησιώτερον  έ'μαθεν  άπ'  έμοϋ  λόγον 
άλλα  οίδα  δτι  άξιοι  έστε  ύμεϊς. 

10.1  Ότι  δέ  Μωϋσής  είπεν  «Ού  φάγεσθε  χοίρον  οΰτε  άετόν  ούτε  όξύπτερον 
οΰτε  κόρακα  οΰτε  πάντα  ίχθύν,  δς  ούκ  έχει  λεπίδα  έν  αύτώ»,  τρία  έλαβεν  έν  τή 
συνέσει  δόγματα.  10.2α  Πέρας  γέ  τοι  λέγει  αύτοϊς  έν  τώ  Δευτερονομίω·  «Καί 
διαθήσομαι  προς  τον  λαόν  τούτον  τα  δικαιώματά  μου.  »  ’Άρα  ούν  ούκ  έστιν  έντολή 
θεοϋ  τό  μή  τρώγειν,  Μωϋσής  δέ  έν  πνεύματι  έλάλησεν.  10.3α  Τό  ούν  «χοιρίον»  προς 
τοϋτο  εΐπεν  ού  μή  κολλη  θήση,  φησίν,  άνθρώποις  τοιούτοις,  οϊτινές  είσιν  δμοιοι 
χοίροις·  τουτέστιν  δταν  σπαταλώσιν,  έπιλανθάνονται  τοϋ  κυρίου,  δταν  δέ 
ύστερώνται,  έπιγινώσκουσιν  τον  κύριον,  ώς  καί  ό  χοίρος,  δταν  τρώγει,  τον  κύριον 
ούκ  οιδεν,  δταν  δέ  πεινά,  κραυγάζει,  καί  λαβών  πάλιν  σιωπά.  10.4α  «Ούδέ  φάγη», 
φησίν,  «τον  άετόν  ούδέ  τον  όξύπτερον  ούδέ  τον  ΐκτΐνα  ούδέ  τον  κόρακα»·  ού  μή, 
φησίν,  κολληθήση  ούδέ  όμοιωθήση  άνθρώποις  τοιούτοις,  οϊτινες  ούκ  οϊδασιν  διά 

6 


|  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


κόπου  καί  ίδρώ  τος  έαυτοΐς  πορίζειν  την  τροφήν,  άλλα  άρπάζουσιν  τά  άλλο  τρία  έν 
άνομία  αυτών  καί  έπιτηροϋσιν  ώς  έν  άκεραιοσύνη  περιπατοϋντες  καί 
περιβλέπονται,  τίνα  έκδύσωσιν  διά  την  πλεονεξίαν,  ώς  καί  τά  όρνεα  ταϋτα  μόνα 
έαυτοΐς  ού  πορίζει  την  τροφήν,  άλλά  άργά  καθήμενα  έκζητεϊ,  πώς  άλλο  τρίας 
σάρκας  καταφάγη,  όντα  λοιμά  τή  πονηριά  αύτών.  10.5α  «Καί  ού  φάγη»,  φησίν, 
«σμύραιναν  ούδέ  πόλυπα  ούδέ  σηπίαν»·  ού  μή,  φησίν,  όμοιωθήση  κολλώμενος 
άνθρώ  ποις  τοιούτοις,  οΐτινες  είς  τέλος  είσίν  άσεβεϊς  καί  κεκριμένοι  ήδη  τώ  θανάτω, 
ώς  καί  ταϋτα  τά  ίχθύδια  μόνα  έπικατά  ρατα  έν  τώ  βυθώ  νήχεται  μή  κολυμβώντα  ώς 
τά  λοιπά,  άλλ'  έν  τή  γή  κάτω  τοϋ  βυθοϋ  κατοικεί.  10.6α  Άλλά  καί  «τον  δασύποδα  ού 
φάγη»·  προς  τί;  ού  μή  γένη,  φησίν,  παιδοφθόρος  ούδέ  όμοιωθήση  τοϊς  τοιού  τοις. 
Ότι  ό  λαγωός  κατ'  ένιαυτόν  πλεονεκτεί  τήν  άφό  δευσιν-όσα  γάρ  έτη  ζή,  τοσαύτας 
έχει  τρύπας.  10.7α  Άλλά  «ούδέ  τήν  ύαιναν  φάγη»·  ού  μή,  φησίν,  γένη  μοιχός  ούδέ 
φθορεύς  ούδέ  όμοιωθήση  τοϊς  τοιούτοις.  Προς  τί;  ότι  τό  ζώον  τούτο  παρ'  ένιαυτόν 
άλλάσσει  τήν  φύσιν  καί  ποτέ  μέν  άρρεν,  ποτέ  δέ  θήλυ  γίνεται.  10.8α  Άλλά  καί  «τήν 
γαλήν»  έμίσησεν.  Καλώς·  ού  μή  γένη,  φησίν,  τοιοϋτος,  ούδέ  όμοιωθήση  τοϊς 
τοιούτοις  οΐους  άκούομεν  άνομίαν  ποιοϋντας  έν  τώ  στόματι  δι'  άκαθαρσίαν,  ούδέ 
κολληθήση  ταΐς  άκαθάρ  τοις  ταΐς  τήν  άνομίαν  ποιούσαις  έν  τώ  στόματι.  Το  γάρ  ζώον 
τούτο  τώ  στόματι  κύει.  10.9  Περί  μέν  τών  βρωμάτων  λαβών  Μωϋσής  τρία  δόγματα 
ούτως  έν  πνεύματι  έλάλησεν  οί  δέ  κατ'  έπιθυμίαν  τής  σαρκός  ώς  περί  βρώσεως 
προσεδέξαντο.  10.10α  λαμβάνει  δέ  τών  αύτών  τριών  δογμάτων  γνώσιν  Δαυίδ  καί 
λέγει  ομοίως·  «Μακάριος  άνήρ,  ός  ούκ  έπορεύθη  έν  βουλή  άσεβών»-καθώς  καί  οί 
ιχθύες  πορεύονται  έν  σκότει  είς  τά  βάθη-  «ούδέ  έν  όδώ  άμαρτωλών  έστη»-καθώς  οί 
δοκοΰντες  φοβεΐσθαι  τον  κύριον  άμαρτά  νουσιν  ώς  ό  χοίρος-  «ούδέ  έπί  καθέδραν 
λοιμών  έκάθισεν»-καθώς  τά  πετεινά  καθήμενα  είς  άρπαγήν.  "Εχετε  τελείως  καί  περί 
τής  βρώσεως.  10.11α  Άλλ'  είπεν  Μωϋσής·  «Φάγεσθε  παν  διχηλοΰν  καί  μαρυκώμενον. 
»  Τί  λέγει;  ότι  τήν  τροφήν  λαμβάνων  οίδεν  τον  τρέφοντα  αύτόν  καί  έπ'  αύτώ 
άναπαυόμενος  εύφραί  νεσθαι  δοκεΐ.  Καλώς  είπεν  βλέπων  τήν  έντολήν.  Τί  ούν  λέγει; 
κολλάσθε  μετά  τών  φοβουμένων  τον  κύριον,  μετά  τών  μελετώντων  ό  έλαβον 
διάσταλμα  ρήματος  έν  τή  καρδία,  μετά  τών  λαλούντων  τά  δικαιώματα  κυρίου  καί 
τηρούντων,  μετά  τών  είδότων,  ότι  ή  μελέτη  έστίν  έργον  εύφροσύνης,  καί  άναμα 
ρυκωμένων  τον  λόγον  κυρίου.  Τί  δέ  τό  «διχηλοΰν»;  ότι  ό  δίκαιος  καί  έν  τούτω  τώ 
κόσμω  περιπατεΐ  καί  τον  άγιον  αιώνα  έκδέχεται.  Βλέπετε,  πώς  ένομοθέτησεν 
Μωϋσής  καλώς.  10.12α  Άλλά  πόθεν  έκείνοις  ταϋτα  νοήσαι  ή  συνιέναι;  ήμεΐς  δέ 
δικαίως  νοήσαντες  τάς  έντολάς  λαλοϋμεν,  ώς  ήθέλησεν  κύριος.  Διά  τούτο 
περιέτεμεν  τάς  άκοάς  ήμών  καί  τάς  καρδίας,  ΐνα  συνιώμεν  ταϋτα. 

11.1  Ζητήσωμεν  δέ,  εί  έμέλησεν  τώ  κυρίω  προφανερώσαι  περί  τοϋ  ΰδατος  καί 
περί  τοϋ  σταυρού.  11.2  Περί  μέν  τοϋ  ΰδατος  γέγραπται  έπί  τον  Ισραήλ,  πώς  τό 
βάπτισμα  τό  φέρον  άφεσιν  άμαρτιών  ού  μή  προσδέξονται,  άλλ'  έαυτοΐς 
οίκοδομήσουσιν.  11.3ά2  Άέγει  γάρ  ό  προφήτης·  «’Έκστηθι  ούρανέ,  καί  έπί  τούτω 
πλεΐον  φριξάτω  ή  γή,  ότι  δύο  καί  πονηρά  έποίησεν  ό  λαός  ούτος·  έμέ  έγκατέλιπον, 
πηγήν  ΰδατος  ζώσαν,  καί  έαυτοΐς  ώρυξαν  βόθρον  θανάτου.  Μή  πέτρα  έρημός  έστιν 
τό  όρος  τό  άγιόν  μου  Σινά;  έσεσθε  γάρ  ώς  πετεινού  νοσσοΐ  άνιπτάμενοι  νοσσιάς 
άφηρη  μένοι.  »  11.4  Καί  πάλιν  λέγει  ό  προφήτης·  «Έγώ  πορεύσομαι  έμπροσθεν  σου 
καί  όρη  όμαλιώ  καί  πύλας  χαλκάς  συντρίψω  καί  μοχλούς  σιδηροϋς  συνκλάσω,  καί 
δώσω  σοι  θησαυρούς  σκοτεινούς,  άποκρύφους,  άοράτους,  ΐνα  γνώσιν,  ότι  έγώ  κύριος 
ό  θεός.  11.5  Καί  κατοικήσεις  έν  ύψηλώ  σπηλαίω  πέτρας  ΐσχυράς,  καί  τό  ύδωρ  αύτοϋ 
πιστόν  βασιλέα  μετά  δόξης  όψεσθε,  καί  ή  ψυχή  ύμών  μελετήσει  φόβον  κυρίου.  » 
11.6α  Καί  πάλιν  έν  άλλω  προφήτη  λέγει·  «Καί  έσται  ό  ταϋτα  ποιών  ώς  τό  ξύλον  τό 

7 


|  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθοθαη.ατ/ουΐίυταΐίθο/οΐιιηΐ; 

■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


πεφυτευμένον  παρά  τάς  διε  ξόδους  των  ύδάτων,  δ  τον  καρπόν  αύτοΰ  δώσει  έν  καιρώ 
αύτοϋ,  καί  τα  φύλλα  αυτού  ούκ  άπορρυήσεται,  καί  πάντα  όσα  αν  ποιή 
κατευοδωθήσεται.  Ούχ  ούτως  οί  άσε  βεις,  ούχ  ούτως,  άλλ'  ή  ώς  ό  χνοΰς,  δν  έκρίπτει 
ό  άνεμος  άπό  προσώπου  τής  γης.  Διά  τούτο  ούκ  άναστήσονται  άσεβεϊς  έν  κρίσει  ούδέ 
άμαρτωλοΐ  έν  βουλή  δικαίων,  ότι  γινώσκει  κύριος  οδόν  δικαίων,  και  οδός  άσεβών 
άπολεΐται.  »  11.78  Αίσθάνεσθε,  πώς  τό  ύδωρ  καί  τον  σταυρόν  έπί  τό  αύτό  ώρισεν. 
11.8α  Τούτο  γάρ  λέγει·  «μακάριοι»,  οι  έπί  τον  σταυρόν  έλπίσαντες  κατέβησαν  είς  τό 
ύδωρ,  ότι  τον  μέν  μισθόν  λέγει  «έν  καιρώ  αύτοΰ»·  τότε,  φησίν,  άποδώσω.  Νύν  δέ  δ 
λέγει·  «τά  φύλλα  ούκ  άπορρυήσεται».  Τούτο  λέγει·  ότι  παν  ρήμα,  δ  έάν  έξελεύσεται 
έξ  ύμών  διά  τού  στόματος  ύμών  έν  πίστει  καί  άγάπη,  έσται  είς  έπι  στροφήν  καί 
έλπίδα  πολλοΐς.  11.9α  Καί  πάλιν  έτερος  προφήτης  λέγει·  «Καί  ήν  ή  γή  τού  Ιακώβ 
έπαινουμένη  παρά  πάσαν  την  γήν.  »  Τούτο  λέγει·  τό  σκεύος  τού  πνεύματος  αύτοΰ 
δοξάζει.  11.10α  Είτα  τί  λέγει;  «Καί  ήν  ποταμός  έ'λκων  έκ  δεξιών,  καί  άνέβαινεν  έξ 
αύτοΰ  δένδρα  ώραΐα·  καί  δς  αν  φάγη  έξ  αύτών,  ζήσεται  είς  τον  αιώνα.  »  Τοΰτο  λέγει, 
ότι  ημείς  μέν  καταβαί  νομεν  είς  τό  ύδωρ  γέμοντες  άμαρτιών  καί  ρύπου,  καί  άναβαί 
νομεν  καρποφοροΰντες  έν  τή  καρδία  τον  φόβον  καί  την  έλπίδα  είς  τον  Ίησοΰν  έν  τω 
πνεύματι  έχοντες.  11.11α  «Καί  δς  αν  φάγη  άπό  τούτων,  ζήσεται  είς  τον  αιώνα.  » 
Τοΰτο  λέγει·  δς  αν,  φησίν,  άκούση  τούτων  λαλουμένων  καί  πιστεύση,  ζήσεται  είς 
τον  αίώνα. 

12.1α  'Ομοίως  πάλιν  περί  τού  σταυρού  ορίζει  έν  άλλω  προφήτη  λέγοντι-  «Καί 
πότε  ταΰτα  συντελεσθήσεται;  λέγει  κύριος·  Όταν  ξύλον  κλιθή  καί  άναστή,  καί  όταν 
έκ  ξύλου  αίμα  στάξη.  »  "Εχεις  πάλιν  περί  τού  σταυρού  καί  τού  σταυροΰσθαι 
μέλλοντος.  12.2α  Λέγει  δέ  πάλιν  τω  Μωϋσή,  πολεμουμένου  τού  Ισραήλ  ύπό  των 
άλλοφύλων,  καί  ϊνα  ύπομνήση  αύτούς  πολεμουμέ  νους,  ότι  διά  τάς  άμαρτίας  αύτών 
παρεδόθησαν  είς  θάνατον  λέγει  είς  την  καρδίαν  Μωϋσέως  τό  πνεύμα,  ίνα  ποίηση 
τύπον  σταυρού  καί  τού  μέλλοντος  πάσχειν,  ότι  έάν  μη,  φησίν,  έλπίσωσιν  έπ’  αύτω, 
είς  τον  αίώνα  πολεμηθήσονται.  Τί  θησιν  ούν  Μωϋσής  έν  έφ’  έν  δπλον  έν  μέσω  τής 
πυγμής,  καί  σταθείς  ύψηλότερος  πάντων  έξέτεινεν  τάς  χεϊρας,  καί  ούτως  πάλιν 
ένίκα  ό  Ισραήλ.  Είτα,  όπόταν  καθεϊλεν,  πάλιν  έθανα  τοΰντο.  12.3  Προς  τί;  ίνα 
γνώσιν  ότι  ού  δύνανται  σωθήναι  έάν  μή  έπ’  αύτω  έλπίσωσιν.  12.4  Καί  πάλιν  έν 
έτέρω  προφήτη  λέγει·  «Όλην  τήν  ημέραν  διεπέτασα  τάς  χεΐράς  μου  προς  λαόν 
άπειθούντα  καί  άντι  λέγοντα  όδω  δικαία  μου.  »  12.5α  Πάλιν  Μωϋσής  ποιεί  τύπον  τού 
Ιησού,  ότι  δει  αύτόν  παθεϊν,  καί  αύτός  ζωοποιήσει,  δν  δόξουσιν  άπολωλεκέναι  έν 
σημείω,  πίπτοντος  τού  Ισραήλ.  Έποίησεν  γάρ  κύριος  πάντα  δφιν  δάκνειν  αύτούς, 
καί  άπέθνησκον-έπειδή  ή  παράβασις  διά  τού  δφεως  έν  Εύα  έγένετο-ίνα  έλέγξη 
αύτούς,  δτι  διά  τήν  παράβασιν  αύτών  είς  θλΐψιν  θανάτου  παραδοθή  σονται.  12.6α 
Πέρας  γέ  τοι  αύτός  Μωϋσής  έντειλάμενος·  «Ούκ  έ'σται  ύμϊν  ούτε  χωνευτόν  ούτε 
γλυπτόν  είς  θεόν  ύμΐν»-αύτός  ποιεί,  ίνα  τύπον  τοΰ  Ίησοΰ  δείξη.  Ποιεί  ούν  Μωϋσής 
χαλκοΰν  δφιν  καί  τίθησιν  ένδόξως  καί  κηρύγ  μάτι  καλεϊ  τον  λαόν.  12.7α  Έλθόντες 
ούν  έπί  τό  αύτό  έδέοντο  Μωϋσέως,  ίνα  περί  αύτών  άνενέγκη  δέησιν  περί  τής  ίάσεως 
αύτών.  Είπεν  δέ  Μωϋσής  προς  αύτούς·  «Όταν»,  φησίν,  «δηχθή  τις  ύμών,  έλθέτω  έπί 
τον  δφιν  τον  έπί  τοΰ  ξύλου  έπικείμενον  καί  έλπισάτω  πιστεύσας,  δτι  αύτός  ών 
νεκρός  δύναται  ζωοποιήσαι,  καί  παραχρήμα  σωθήσεται»  -καί  ούτως  έποίουν.  "Εχεις 
πάλιν  καί  έν  τούτοις  τήν  δόξαν  τοΰ  Ίησοΰ,  δτι  έν  αύτω  πάντα  καί  είς  αύτόν.  12.8  Τί 
λέγει  πάλιν  Μωϋσής  Ιησού,  υίω  Ναυή,  έπιθείς  αύτω  τοΰτο  τό  δνομα,  δντι  προφήτη, 
ίνα  μόνον  άκούση  πας  ό  λαός,  δτι  πάντα  ό  πατήρ  φανεροί  περί  τοΰ  υιού  Ιησού;  12.9α 
Λέγει  ούν  Μωϋσής  Ιησού,  υίω  Ναυή,  έπιθείς  αύτω  τοΰτο  τό  δνομα,  οπότε  έ'πεμψεν 
αύτόν  κατάσκοπον  τής  γής·  «Λάβε  βιβλίον  είς  τάς  χεΐράς  σου  καί  γράψον,  ά  λέγει 

8 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


κύριος,  δτι  έκκόψει  έκ  ριζών  πάντα  τον  οίκον  τού  Άμαλήκ  ό  υιός  τού  θεού  έπ' 
έσχατων  των  ήμερων.  »  ’Ίδε  πάλιν  Ιησούς,  ούχί  υιός  άνθρώπου,  άλλα  υιός  τού  θεού, 
τύπω  δε  έν  σαρκί  φάνε  ρωθείς.  12.10  Έπεί  ούν  μέλλουσιν  λέγειν  ό'τι  ό  Χριστός  υιός 
έστιν  Δαυίδ,  αύτός  προφητεύει  Δαυίδ,  φοβούμενος  καί  συνίων  την  πλάνην  των 
άμαρτωλών  «Ειπεν  κύριος  τώ  κυρίω  μου·  Κάθου  έκ  δεξιών  μου,  έως  αν  θώ  τούς 
έχθρούς  σου  ύποπόδιον  τών  ποδών  σου.  »  12.11α  Καί  πάλιν  λέγει  ούτως  'Ησάΐας· 
«Είπεν  κύριος  τώ  Χριστώ  μου  κυρίω,  ού  έκράτησα  τής  δεξιάς  αύτοϋ,  έπακοϋσαι 
έμπροσθεν  αύτοϋ  έ'θνη,  καί  ίσχύν  βασιλέων  διαρρήξω.  »  ’Ίδε,  πώς  Δαυίδ  λέγει  αύτόν 
κύριον,  καί  υιόν  ού  λέγει. 

13.1  ’Ίδωμεν  δέ,  εί  ούτος  ό  λαός  κληρονόμος  ή  ό  πρώτος,  καί  εί  ή  διαθήκη  εις 
ήμάς  ή  εις  έκείνους.  13.2α  Ακούσατε  ούν  περί  τού  λαού  τί  λέγει  ή  γραφή·  «Έδεΐτο  δέ 
Ισαάκ  περί  'Ρεβέκκας  τής  γυναικός  αύτοϋ, ό'τι  στείρα  ήν  καί  συνέλαβεν.  Είτα  καί 
έξήλθεν  'Ρε  βέκκα  πυθέσθαι  παρά  κυρίου,  καί  είπεν  κύριος  προς  αύτήν»Δύο  έ'θνη  έν 
τή  γαστρί  σου  καί  δύο  λαοί  έν  τή  κοιλία  σου,  καί  ύπερέξει  λαός  λαού  καί  ό  μείζων 
δουλεύσει  τώ  έλάσ  σονι.  13.3  Αίσθάνεσθαι  οφείλετε,  τίς  ό  Ισαάκ  καί  τίς  ή  'Ρεβέκκα, 
καί  έπί  τίνων  δέδειχεν,  ότι  μείζων  ό  λαός  ούτος  ή  έκεΐνος.  13.4  Καί  έν  άλλη 
προφητεία  λέγει  φανερώτερον  ό  Ιακώβ  προς  Ιωσήφ  τον  υιόν  αύτοϋ,  λέγων  «Ιδού, 
ούκ  έστέρησέν  με  κύριος  τοϋ  προσώπου  σου·  προσάγαγέ  μοι  τούς  υιούς  σου,  ϊνα 
εύλογήσω  αύτούς.  »  13.5α  Καί  προσήγαγεν  Έφραίμ  καί  Μανασσή,  τον  Μανασσή 
θέλων  ϊνα  εύλογηθή,  ότι  πρεσβύτερος  ήν  ό  γάρ  Ιωσήφ  προσήγαγεν  εις  τήν  δεξιάν 
χεϊρα  τοϋ  πατρός  Ιακώβ.  Είδεν  δέ  Ιακώβ  τύπον  τώ  πνεύματι  τοϋ  λαοϋ  τοϋ  μεταξύ. 
Καί  τί  λέγει;  «Καί  έποίησεν  Ιακώβ  έναλλάξ  τάς  χεϊρας  αύτοϋ  καί  έπέθηκεν  τήν 
δεξιάν  έπί  τήν  κεφαλήν  Έφραίμ,  τοϋ  δευτέρου  καί  νεωτέρου,  καί  εύλόγησεν  αύτόν. 
Καί  είπεν  Ιωσήφ  προς  Ιακώβ· »Μετάθες  σου  τήν  δεξιάν  έπί  τήν  κεφαλήν  Μανασσή, 
ότι  πρωτότοκός  μου  υιός  έστιν.»  Καί  είπεν  Ιακώβ  προς  Ιωσήφ·  «Οίδα,  τέκνον,  οίδα· 
άλλ’  ό  μείζων  δουλεύσει  τώ  έλάσσονι»-καί  ούτος  δέ  εύλογηθήσεται.  »  13.6  Βλέπετε, 
έπί  τίνων  τέθεικεν,  τον  λαόν  τούτον  είναι  πρώτον  καί  τής  διαθήκης  κληρονόμον. 
13.7α  Εί  ούν  έ'τι  καί  διά  τοϋ  Αβραάμ  έμνήσθη,  άπέχομεν  τό  τέλειον  τής  γνώσεως 
ήμών.  Τί  ούν  λέγει  τώ  Αβραάμ,  δτε  μόνος  πιστεύσας  έτέθη  εις  δικαιοσύνην;  «Ιδού, 
τέθεικά  σε,  Αβραάμ,  πατέρα  έθνών  τών  πιστευόντων  δι’  άκροβυστίας  τώ  θεώ.  » 

14.1α  Ναί.  Αλλά  ίδωμεν  εί  ή  διαθήκη,  ήν  ώμοσεν  τοϊς  πατράσιν  δούναι  τώ 
λαώ,  εί  δέδωκεν,  ζητώμεν.  Δέδω  κεν  αύτοί  δέ  ούκ  έγένοντο  άξιοι  λαβεϊν  διά  τάς 
άμαρτίας  αύτών.  14.2α  Λέγει  γάρ  ό  προφήτης·  «Καί  ήν  Μωϋσής  νηστεύων  έν  δρει 
Σινά,  τοϋ  λαβεϊν  τήν  διαθήκην  κυρίου  προς  τον  λαόν,  ήμέρας  τεσσαράκοντα  καί 
νύκτας  τεσσαράκοντα.  Καί  έ'λαβεν  Μωϋσής  παρά  κυρίου  τάς  δύο  πλάκας 
γεγραμμένας  τώ  δακτύλω  τής  χειρός  κυρίου  έν  πνεύματι·  καί  λαβών  Μωϋσής 
κατέφερεν  προς  τον  λαόν  δούναι.  14.3α  Καί  είπεν  κύριος  προς  Μωϋσήν  «Μωϋσή 
Μωϋσή,  κατά  βηθι  τό  τάχος,  δτι  ό  λαός  σου,  δν  έξήγαγες  έκ  γής  Αίγύπτου, 
ήνόμησεν.»  Καί  συνήκεν  Μωϋσής,  δτι  έποίησαν  έαυτοϊς  πάλιν  χωνεύματα,  καί 
έ'ρριψεν  έκ  τών  χειρών  τάς  πλάκας,  καί  συνετρίβησαν  αί  πλάκες  τής  διαθήκης 
κυρίου.  Μωϋσής  μέν  έ'λαβεν,  αύτοί  δέ  ούκ  έγένοντο  άξιοι.  14.4α  Πώς  δέ  ήμεΐς 
έλάβομεν,  μάθετε.  Μωϋσής  θερά  πων  ών  έ'λαβεν,  αύτός  δέ  ό  κύριος  ήμϊν  έ'δωκεν  εις 
λαόν  κλήρο  νομίας,  δι’  ήμάς  ύπομείνας.  14.5α  Έφανερώθη  δέ,  ϊνα  κάκεϊνοι 
τελειωθώσιν  τοϊς  άμαρτήμασιν,  καί  ήμεΐς  δι’  αύτοϋ  κληρονο  μοΰντος  διαθήκην 
κυρίου  Ίησοϋ  λάβωμεν-  δς  εις  τούτο  ήτοιμάσθη,  ϊνα  αύτός  φανείς,  τάς  ήδη 
δεδαπανημένας  ήμών  καρδίας  τώ  θανάτω  καί  παραδεδομένας  τή  τής  πλάνης  άνομία 
λυτρωσάμενος  έκ  τοϋ  σκότους,  διάθηται  έν  ήμϊν  διαθή  κην  λόγω.  14.6  Γέγραπται 
γάρ,  πώς  αύτώ  ό  πατήρ  έντέλλε  ται,  λυτρωσάμενον  ήμάς  έκ  τοϋ  σκότους  έτοιμάσαι 

9 


|  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


έαυτώ  λαόν  άγιον.  14.7α  Λέγει  ούν  ό  προφήτης·  «Έγώ  κύριος  ό  θεός  σου  έκάλεσά  σε 
έν  δικαιοσύνη  καί  κρατήσω  τής  χειρός  σου  και  ίσχύσω  σε,  και  έδωκά  σε  εις  διαθήκην 
γένους,  εις  φως  εθνών,  άνοΐξαι  οφθαλμούς  τυφλών  και  έξαγαγεΐν  έκ  δεσμών 
πεπεδη  μένους  και  έξ  οίκου  φυλακής  καθημένους  έν  σκότει.»  Γινώσκετε  ούν  πόθεν 
έλυτρώθημεν.  14.8  Πάλιν  ό  προφήτης  λέγει·  «Ιδού,  τέθεικά  σε  εις  φώς  έθνών,  τού 
είναι  εις  σωτη  ρίαν  έως  έσχατου  τής  γής·  ούτως  λέγει  κύριος  ό  λυτρωσάμενός  σε 
θεός.»  14.9  Καί  πάλιν  ό  προφήτης  λέγει·  «Πνεύμα  κυρίου  έπ'  έμέ,  ού  εϊνεκεν  έχρισέν 
με  εύαγγελίσασθαι  ταπεινοΐς  χάριν,  άπέσταλκέν  με  ίάσασθαι  τούς  συντετριμμένους 
τήν  καρδίαν,  κηρύξαι  αίχμαλώτοις  άφεσιν  καί  τυφλοΐς  άνάβλεψιν,  καλέσαι 
ένιαυτόν  κυρίου  δεκτόν  καί  ήμέραν  άνταποδόσεως,  παρακαλέ  σαι  πάντας  τούς 
πενθοϋντας.» 

15.1  ’Έτι  ούν  καί  περί  τού  σαββάτου,  γέγραπται  έν  τοϊς  δέκα  λόγοις,  έν  οίς 
έλάλησεν  έν  τώ  δρει  Σινά  προς  Μωϋσήν  κατά  πρόσωπον  «Καί  άγιάσατε  τό  σάββατον 
κυρίου  χερσίν  καθαραϊς  καί  καρδία  καθαρά.  »  15.2  Καί  έν  έτέρω  λέγει·  «Έάν 
φυλάξωσιν  οί  υιοί  μου  τό  σάββατον,  τότε  έπιθήσω  τό  έ'λεός  μου  έπ'  αύτούς.  »  15.3  Το 
«σάββατον»  λέγει  έν  άρχή  τής  κτίσεως·  «Καί  έποίησεν  ό  θεός  έν  έξ  ήμέραις  τα  έ'ργα 
τών  χειρών  αύτοϋ,  καί  συνετέλεσεν  έν  τή  ήμέρα  τή  έβδομη  καί  κατέπαυσεν  έν  αύτή 
καί  ήγίασεν  αύτήν.  »  15.4α  Προσέχετε,  τέκνα,  τί  λέγει  τό  «συνετέλεσεν  έν  έξ  ήμέραις. 
»  Τούτο  λέγει,  δτι  έν  έξακισχιλίοις  έτεσιν  συντελέσει  κύριος  τα  σύμπαντα·  ή  γάρ 
ήμέρα  παρ’  αύτώ  σημαίνει  χίλια  έτη.  Αύτός  δε  μοι  μαρτυρεί  λέγων  «Ιδού,  ήμέρα 
κυρίου  έσται  ώς  χίλια  έτη.  »  Ούκοΰν,  τέκνα,  «έν  έξ  ήμέραις»,  έν  τοϊς  έξακισχιλίοις 
έτεσιν,  συντελεσθήσεται  τα  σύμπαντα.  15.5α  «Καί  κατέ  παυσεν  τή  ήμέρα  τή  έβδομη.  » 
Τούτο  λέγει·  δταν  έλθών  ό  υιός  αύτοΰ  καταργήσει  τον  καιρόν  τού  άνομου  καί  κρίνει 
τούς  άσεβεϊς  καί  άλλάξει  τον  ήλιον  καί  τήν  σελήνην  καί  τούς  άστέρας,  τότε  καλώς 
καταπαύσεται  έν  τή  ήμέρα  τή  έβδομη.  15.6α  Πέρας  γέ  τοι  λέγει·  «Αγιάσεις  αύτήν 
χερσίν  καθαραϊς  καί  καρδία  καθαρά.  »  Εί  ούν  ήν  ό  θεός  ήμέραν  ήγίασεν  νΰν  τις 
δύναται  άγιάσαι  καθαρός  ών  τή  καρδία,  έν  πάσιν  πεπλανήμεθα.  15.7α  Εί  δέ  ού  νΰν, 
άρα  τότε  καλώς  κατα  παυόμενος  άγιάσει  αύτήν,  δτε  δυνησόμεθα  αύτοί  δικαιωθέντες 
καί  άπολαβόντες  τήν  έπαγγελίαν,  μηκέτι  οΰσης  τής  άνομίας,  καινών  δέ  γεγονότων 
πάντων  ύπό  κυρίου-  τότε  δυνη  σόμεθα  αύτήν  άγιάσαι,  αύτοί  άγιασθέντες  πρώτον. 
15.8α  Πέρας  γέ  τοι  λέγει  αύτοΐς·  «Τάς  νεομηνίας  ύμών  καί  τα  σάββατα  ούκ 
άνέχομαι.»  Όράτε  πώς  λέγει·  «Ού  τα  νΰν  σάββατα  έμοί  δεκτά,  άλλα  δ  πεποίηκα,  έν  ω 
κατα  παύσας  τα  πάντα  άρχήν  ήμέρας  όγδοης  ποιήσω,  δ  έστιν  άλλου  κόσμου  άρχήν.  » 
15.9  Διό  καί  άγομεν  τήν  ήμέραν  τήν  όγδόην  εις  εύφροσύνην,  έν  ή  καί  ό  Ιησούς 
άνέστη  έκ  νεκρών  καί  φανερωθείς  άνέβη  εις  ούρανούς. 

16.1  ’Έτι  δέ  καί  περί  τού  ναού,  έρώ  ύμΐν  πώς  πλανώ  μενοι  οί  ταλαίπωροι  εις 
τήν  οικοδομήν  ήλπισαν,  καί  ούκ  έπί  τον  θεόν  αύτών  τον  ποιήσαντα  αύτούς,  ώς  δντα 
οίκον  θεού.  16.2α  Σχεδόν  γάρ  ώς  τα  έ'θνη  άφιέρωσαν  αύτόν  έν  τώ  ναώ.  Άλλα  πώς 
λέγει  κύριος  καταργών  αύτόν;  μάθετε·  «Τις  έμέτρησεν  τον  ούρανόν  σπιθαμή  ή  τίς 
τήν  γήν  δρακί;  ούκ  έγώ,  λέγει  κύριος;  Ό  ούρανός  μοι  θρόνος,  ή  δέ  γή  ύποπόδιον  τών 
ποδών  μου·  ποιον  οίκον  οίκοδομήσετέ  μοι,  ή  τίς  τόπος  τής  καταπαύσεώς  μου;» 
Έγνώκατε,  δτι  ματαία  ή  έλπίς  αύτών.  16.3  Πέρας  γέ  τοι  πάλιν  λέγει·  «Ιδού,  οί 
καθελόντες  τον  ναόν  τούτον  αύτοί  αύτόν  οίκοδομήσουσιν.  »  16.4α  Γίνεται  -διά  γάρ 
τό  πολεμεΐν  αύτούς  καθηρέθη  ύπό  τών  έχθρών  νΰν  καί  αύτοί  οί  τών  έχθρών 
ύπηρέται  άνοικοδομήσουσιν  αύτόν.  16.5α  Πάλιν  ώς  έ'μελλεν  ή  πόλις  καί  ό  ναός  καί  ό 
λαός  Ισραήλ  παραδίδοσθαι,  έφανερώθη.  Λέγει  γάρ  ή  γραφή·  «Καί  έσται  έπ'  εσχάτων 
τών  ήμερών,  καί  παραδώσει  κύριος  τά  πρόβατα  τής  νομής  καί  τήν  μάνδραν  καί  τον 
πύργον  αύτών  εις  καταφθοράν.  »  Καί  έγένετο  καθ'  ά  έλάλησεν  κύριος.  16.6α 

10 


|3Η$5 1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.οθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίΘο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


Ζητήσωμεν  δέ,  εί  έ'στιν  ναός  θεοϋ;  έ'στιν,  όπου  αυτός  λέγει  ποιεΐν  καί  καταρτίζειν. 
Γεγραπται  γάρ*  «Καί  έσται,  τής  έβδομάδος  συντελουμένης  οίκοδομηθήσεται  ναός 
θεοϋ  ένδόξως  έπΐ  τω  όνόματι  κυρίου.  »  Ευρίσκω  ούν,  ότι  εστιν  ναός.  16.7  Πώς  οϋν 
«οίκοδομηθήσεται  έπί  τω  όνόματι  κυρίου»;  μάθετε·  προ  τοϋ  ημάς  πιστεϋσαι  τω  θεω 
ήν  ημών  τό  κατοικητήριον  τής  καρδίας  φθαρτόν  και  άσθενές,  ώς  αληθώς 
οίκοδομητός  ναός  διά  χειρός,  ότι  ήν  πλήρης  μεν  είδωλολατρείας  και  ήν  οίκος 
δαιμόνιων  διά  τό  ποιεΐν  όσα  ήν  έναντία  τω  θεω.  16.8α  «Οίκοδομηθήσεται  δέ  έπί  τω 
όνόματι  κυρίου»-προσέχετε-ΐνα  ό  ναός  τοϋ  θεοϋ  «ένδόξως»  οίκοδομηθή.  Πώς; 
μάθετε·  λαβόντες  τήν  άφεσιν  τών  άμαρτιών  καί  έλπίσαντες  έπί  τό  όνομα  έγενόμεθα 
καινοί,  πάλιν  έξ  άρχής  κτιζόμενου  διό  έν  τω  κατοικητηρίω  ημών  άληθώς  ό  θεός 
κατοικεί  έν  ήμϊν.  16.9α  Πώς;  ό  λόγος  αύτοϋ  τής  πίστεως,  ή  κλήσις  αύτοϋ  τής 
έπαγγελίας,  ή  σοφία  τών  δικαιωμάτων,  αί  έντολαί  τής  διδαχής-  αυτός  έν  ήμϊν 
προφητεύων,  αυτός  έν  ήμϊν  κατσικών,  τούς  τω  θανάτω  δεδου  λωμένους  άνοίγων 
ήμϊν  τήν  θύραν  τοϋ  ναοϋ,  δ  έστιν  στόμα,  μετάνοιαν  διδούς  ήμϊν,  εισάγει  εις  τον 
άφθαρτον  ναόν.  16.10α  Ό  γάρ  ποθών  σωθήναι  βλέπει  ούκ  εις  τον  άνθρωπον,  άλλ'  είς 
τον  έν  αύτώ  κατοικοϋντα  καί  λαλοϋντα,  έπ'  αύτώ  έκπλησσόμενος,  έπί  τω  μηδέποτε 
μήτε  τοϋ  λέγοντος  τά  ρήματα  άκηκοέναι  έκ  τοϋ  στόματος  μήτε  αυτός  ποτέ  έπιτε 
θυμηκέναι  άκούειν.  Τουτέστιν  πνευματικός  ναός  οίκο  δομούμενος  τω  κυρίω. 

17.1  Έφ'  όσον  ήν  έν  δυνατώ  καί  άπλότητι  δηλώσαι  ύμΐν,  έλπίζει  μου  ή  ψυχή 
μη  παραλελοιπέναι  τι.  17.2  Έάν  γάρ  περί  τών  ενεστώτων  ή  μελλόντων  γράφω  ύμΐν, 
ού  μή  νοήσητε  διά  τό  έν  παραβολαΐς  κεΐσθαι. 

18.1α  Ταϋτα  μέν  ούτως-  μεταβώμεν  δέ  καί  έπί  έτέραν  γνώσιν  καί  διδαχήν. 
Όδοί  δύο  είσίν  διδαχής  καί  έξουσίας,  ή  τε  τοϋ  φωτός  καί  ή  τοϋ  σκότους·  διαφορά  δέ 
πολλή  τών  δύο  οδών.  Έφ'  ής  μέν  γάρ  είσιν  τεταγμένοι  φωταγωγοί  άγγελοι  τοϋ  θεοϋ, 
έφ'  ής  δέ  άγγελοι  τοϋ  σατανά.  18.2  Καί  ό  μέν  έστιν  κύριος  άπ'  αιώνων  καί  είς  τούς 
αιώνας,  ό  δέ  άρχων  καιρού  τοϋ  νϋν  τής  άνομίας. 

19.1α  Ή  ούν  οδός  τοϋ  φωτός  έστιν  αΰτη-έάν  τις  θέλων  οδόν  όδεύειν  έπί  τον 
ώρισμένον  τόπον,  σπεύση  τοΐς  έ'ργοις  αύτοϋ.  ’Έστιν  ούν  ή  δοθεΐσα  ήμϊν  γνώσις  τοϋ 
περί  πατεΐν  έν  αύτή  τοιαύτη·  19.2α  Αγαπήσεις  τόν  σε  ποιήσαντα,  φοβηθήση  τόν  σε 
πλάσαντα,  δοξάσεις  τόν  σε  λυτρωσάμενον  έκ  θανάτου.  ’Έση  άπλοϋς  τή  καρδία  καί 
πλούσιος  τω  πνεύματι.  Ού  κολληθήση  μετά  τών  πορευομένων  έν  όδώ  θανάτου. 
Μισήσεις  πάν  ό  ούκ  έστιν  άρεστόν  τω  θεω.  Μισήσεις  πάσαν  ύπόκρισιν.  Ού  μή 
έγκαταλίπης  έντολάς  κυρίου.  19.3α  Ούχ  ύψώσεις  σεαυτόν,  έ'ση  δέ  ταπεινόφρων  κατά 
πάντα.  Ούκ  άρεΐς  έπί  σεαυτόν  δόξαν,  ού  λήμψη  βουλήν  πονηράν  κατά  τοϋ  πλησίον 
σου,  ού  δώσεις  τή  ψυχή  σου  θράσος.  19.4α  Ού  πορνεύσεις,  ού  μοιχεύσεις,  ού 
παιδοφθορήσεις.  Ού  μή  σου  ό  λόγος  τοϋ  θεοϋ  έξέλθη  έν  άκαθαρσία  τινών.  Ού  λήμψη 
πρόσωπον  έλέγξαι  τινά  έπί  παραπτώματι.  ’Έση  πραΰς,  έ'ση  ήσύχιος,  έ'ση  τρέμων  τούς 
λόγους  οΰς  ήκουσας.  Ού  μή  μνησικακήσεις  τω  άδελφώ  σου.  19.5α  Ού  μή  διψυχήσης 
πότερον  έ'σται  ή  ου.  Ού  μή  λάβης  έπί  ματαίω  τό  όνομα  κυρίου.  Αγαπήσεις  τόν 
πλησίον  σου  ύπέρ  τήν  ψυχήν  σου.  Ού  φονεύσεις  τέκνον  έν  φθορά,  ούδέ  πάλιν 
γεννηθέν  άνελεΐς.  Ού  μή  άρης  τήν  χεΐρά  σου  άπό  τοϋ  υίοϋ  σου  ή  άπό  τής  θυγατρός 
σου,  άλλά  άπό  νεότητος  διδάξεις  φόβον  κυρίου.  19.6α  Ού  μή  γένη  έπιθυμών  τά  τοϋ 
πλησίον  σου.  Ού  μή  γένη  πλεονέκτης,  ούδέ  κολληθήση  έκ  ψυχής  σου  μετά  ύψηλών, 
άλλά  μετά  δικαίων  καί  ταπεινών  άναστραφήση.  Τά  συμβαίνοντά  σοι  ένεργήματα  ώς 
άγαθά  προσδέξη,  είδώς  ότι  άνευ  θεοϋ  ούδέν  γίνεται.  19.7α  Ούκ  έση  δίγνωμων  ούδέ 
δίγλωσσος·  παγίς  γάρ  θανάτου  έστιν  ή  διγλωσσία.  Ύποταγήση  κυρίοις  ώς  τύπω  θεοϋ 
έν  αισχύνη  καί  φόβω.  Ού  μή  έπιτάξης  δούλω  σου  ή  παιδίσκη  έν  πικρία,  τοΐς  έπί  τόν 
αύτόν  θεόν  έλπίζουσιν,  μή  ποτέ  ού  φοβηθώσιν  τόν  έπ'  άμφοτέροις  θεόν  ότι  ήλθεν 

11 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Η  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.αθΟΘαη.ατ/ουΙίυταΙίθο/οΙιιηΙ; 
■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


ού  κατά  πρόσωπον  καλέσαι,  άλλ'  έφ'  οΰς  τό  πνεύμα  ήτοίμασεν.  19.8α  Κοινωνήσεις  έν 
πάσιν  τω  πλησίον  σου  καί  ούκ  έρεΐς  ίδια  είναι·  εί  γάρ  έν  τω  άφθάρτω  κοινωνοί  έστε, 
πόσω  μάλλον  έν  τοΐς  φθαρτοΐς;  Ούκ  έ'ση  πρόγλωσσος,  παγίς  γάρ  στόμα  θανάτου. 
Όσον  δύνασαι,  ύπέρ  τής  ψυχής  σου  άγνεύσεις.  19.9α  Μή  γίνου  προς  μέν  τό  λαβεΐν 
έκτείνων  τάς  χεΐρας,  προς  δέ  τό  δούναι  συσπών.  Αγαπήσεις  ώς  κόρην  οφθαλμού  σου 
πάντα  τον  λαλοΰντα  σοι  τον  λόγον  κυρίου.  19.10  Μνησθήση  ήμέραν  κρίσεως  νυκτός 
καί  ημέρας,  καί  έκζητήσεις  καθ’  έκάστην  ήμέραν,  ή  διά  λόγου  κοπιών  καί 
πορευόμενος  εις  τό  παρακαλέσαι  καί  μελετών  εις  τό  σώσαι  ψυχήν  τω  λόγω,  ή  διά 
των  χειρών  σου  έργάση  εις  λύτρον  άμαρτιών  σου.  19.11α  Ού  διστάσεις  δούναι  ούδέ 
διδούς  γογγύσεις,  γνώση  δέ  τίς  ό  τού  μισθού  καλός  άνταποδότης.  Φυλάξεις  ά 
παρέλαβες,  μήτε  προστιθείς  μήτε  άφαι  ρών.  Εις  τέλος  μισήσεις  τό  πονηρόν.  Κρίνεις 
δικαίως.  19.12α  Ού  ποιήσεις  σχίσμα,  ειρηνεύσεις  δέ  μαχομένους  συναγαγών. 
Έξομολογήση  έπί  άμαρτίαις  σου.  Ού  προσήξεις  έπί  προσευχήν  έν  συνειδήσει  πονηρά. 

20.1α  Ή  δέ  τού  μέλανος  οδός  έστιν  σκολιά  καί  κατάρας  μεστή.  Όλως  γάρ 
έστιν  οδός  θανάτου  αιωνίου  μετά  τιμωρίας,  έν  ή  έστίν  τά  άπολλύντα  την  ψυχήν 
αύτών  είδωλολατρεία,  θρασύτης,  ύψος  δυνάμεως,  ύπόκρισις,  διπλοκαρδία,  μοιχεία, 
φόνος,  άρπαγή,  ύπερηφανία,  παράβασις,  δόλος,  κακία,  αύθάδεια,  φαρμακεία,  μαγεία, 
πλεονεξία,  άφοβία  θεού.  20.2α  Διώκται  τών  άγαθών,  μισοΰντες  άλήθειαν, 
άγαπώντες  ψεύδος,  ού  γινώσκοντες  μισθόν  δικαιοσύνης,  ού  κολλώμενοι  άγαθώ,  ού 
κρίσει  δικαία,  χήρα  καί  όρφανώ  ού  προσέχοντες,  άγρυπνοΰντες  ούκ  εις  φόβον  θεού, 
άλλ’  έπί  τό  πονη  ρόν-  ών  μακράν  καί  πόρρω  πραΰτης  καί  ύπομονή-  άγαπώντες 
μάταια,  διώκοντες  άνταπόδομα,  ούκ  έλεοΰντες  πτωχόν,  ού  πονοΰντες  έπί 
καταπονούμενα),  εύχερεϊς  έν  καταλαλιά,  ού  γινώσκοντες  τον  ποιήσαντα  αύτούς, 
φονεϊς  τέκνων,  φθορεϊς  πλάσματος  θεού,  άποστρεφόμενοι  τον  ένδεόμενον, 
καταπονοΰντες  τον  θλιβόμενον,  πλουσίων  παράκλητοι,  πενήτων  άνομοι  κριταί- 
πανταμάρτητοι. 

21.1α  Καλόν  ούν  έστίν,  μαθόντα  τά  δικαιώματα  τού  κυρίου,  όσα  γέγραπται, 
έν  τούτοις  περιπατεΐν.  Ό  γάρ  ταΰτα  ποιών  έν  τή  βασιλεία  τού  θεού  δοξασθήσεταν  ό 
έκεϊνα  έκλεγόμενος  μετά  τών  έ'ργων  αύτοΰ  συναπολεΐται.  Διά  τούτο  άνάστασις,  διά 
τούτο  άνταπόδομα.  21.2  Ερωτώ  τούς  ύπερέχοντας-εϊ  τινά  μου  γνώμης  άγαθής 
λαμβάνετε  συμβουλίαν-έχετε  μεθ'  έαυτών  εις  οΰς  έργάσεσθε  τό  καλόν  μή 
έλλείπητε.  21.3  Εγγύς  ή  ήμερα,  έν  ή  συνα  πολεϊται  πάντα  τω  πονηρώ·  έγγύς  ό  κύριος 
καί  ό  μισθός  αύτοΰ.  21.4  ’Έτι  καί  έτι  έρωτώ  ύμάς·  έαυτών  γίνεσθε  νομοθέται  άγαθοί, 
έαυτών  μένετε  σύμβουλοι  πιστοί,  άρατε  έξ  ύμών  πάσαν  ύπόκρισιν.  21.5  Ό  δέ  θεός,  ό 
τού  παντός  κόσμου  κυριεύων,  δώη  ύμϊν  σοφίαν,  σύνεσιν,  έπιστήμην,  γνώσιν  τών 
δικαιωμάτων  αύτοΰ,  ύπομονήν.  21.6  Γίνεσθε  δέ  θεοδίδακτοι,  έκζητοΰντες  τί  ζητεί 
κύριος  άφ'  ύμών,  καί  ποιείτε,  ίνα  εΰρητε  έν  ημέρα  κρίσεως.  21.7  Εί  δέ  τίς  έστιν 
άγαθοΰ  μνεία,  μνημονεύετέ  μου  μελετώντες  ταΰτα,  ίνα  καί  ή  έπιθυμία  καί  ή 
άγρυπνία  εις  τι  άγαθόν  χωρήση.  21.8  Έρωτώ  ύμάς,  χάριν  αίτούμενος,  έως  έτι  τό 
καλόν  σκεύος  έστιν  μεθ'  ύμών,  μή  έλλείπητε  μηδενί  αύτών,  άλλά  συνεχώς  έκζητεϊτε 
ταΰτα  καί  άναπληροΰτε  πάσαν  έντολήν-έ'στιν  γάρ  άξια.  21.9α  Διό  μάλλον  έσπούδασα 
γράψαι  άφ’  ών  ήδυνήθην.  Σώζεσθε,  άγάπης  τέκνα  καί  ειρήνης.  Ό  κύριος  τής  δόξης 
καί  πάσης  χάριτος  μετά  τού  πνεύματος  ύμών. 


1  Ερευνητικό  έργο:  ΔΡΟΜΟΙ  ΤΗΣ  ΠΙΣΤΗΣ  -  ΨΗΦΙΑΚΗ  ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.  Εργαστήριο  Διαχείρισης  Πολιτισμικής  Κληρονομιάς,  νννννν.οθΟΘΒη.ατ/ουΙίυτοΙίΘο/οΙιιηΙ; 

■•ϋ  ·  Χρηματοδότηση:  ΚΠ  ΙπΙθγγθ9  ΙΙΙΑ  (ΕΤΠΑ  75%,  Εθν.  πόροι  25%).  Πανεπιστήμιο  Αιγαίου,  Τμήμα  Πολιτισμικής  Τεχνολογίας  και  Επικοινωνίας,  ©  2006. 


12